- ἀντιγράφεις
- ἀντιγράφωwrite againstpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀντιγραφεῖς — ἀντιγράφω write against aor subj pass 2nd sg (epic) ἀντιγραφεύς checking masc acc pl ἀντιγραφεύς checking masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
αντιγραφέας — ο 1. αυτός που αντιγράφει κείμενα, έγγραφα κτλ.: Για πολλά λάθη που υπάρχουν στα αρχαία κείμενα υπεύθυνοι είναι οι αντιγραφείς. 2. αυτός που αντιγράφει έργα τέχνης: Θεωρούνταν ο καλύτερος αντιγραφέας έργων τέχνης. 3. απομιμητής: Μερικοί από τους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ANTIGRAPHEUS — Graece Ἀντιγραφἐὺς, in Gloss. dictator, rescriptor est; non scriba, ut quidam vertunt. Tantum enim Antigrapheus a scriba differt, quantum dictator a librario. Habebantque Ἀντιγραφεῖς sub se librarios et scribas, eosque qui scrinium gerebant.… … Hofmann J. Lexicon universale
CANCELLE — Graece κιγκλίδες, item δρύφαχτα, omne conseptum Latinis dictum est. Papiae, ligna subtilia in transversum facta, vel de ferro in modum retis, nunc vero et de lapidibus fiunt. Scholiastes Aristophanis, κιγκλίδες ἔμπροςθεν τῶ ςθυρῶν ἱςάμεναι, ante… … Hofmann J. Lexicon universale
αποκατάσταση — Η επάνοδος στην αρχική θέση ή κατάσταση που βρισκόταν κανείς πρώτα. Χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της ανάρρωσης. (Αρχαιολ.) Στην τέχνη, ονομάζεται α. η εργασία για την αναστήλωση αρχαίων οικοδομημάτων, για τη συμπλήρωση έργων γλυπτικής … Dictionary of Greek
βουλγάτα — (Vulgatus). Η επίσημη λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής από τον άγιο Ιερώνυμο. Από τον 2o αι. μ.Χ. οι Δυτικοί χρησιμοποιούσαν πολλές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής. Επειδή όμως στα πολλά αντίγραφα έγιναν λάθη και οι αντιγραφείς απομακρύνθηκαν από … Dictionary of Greek
εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
πρωτοκαλλιγράφος — ὁ, Μ (για αντιγραφείς σε μοναστήρι) ο καλύτερος καλλιγράφος … Dictionary of Greek